ιπποτοξότης

ιπποτοξότης
ἱπποτοξότης, ὁ (Α)
ιππέας οπλισμένος με τόξο, έφιππος τοξότης («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + τοξότης (< τόξον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἱπποτοξότης — mounted bowman horse archer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτοξόται — ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc nom/voc pl ἱπποτοξότᾱͅ , ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτοξοτῶν — ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτοξόταις — ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτοξότην — ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτοξότας — ἱπποτοξότᾱς , ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc acc pl ἱπποτοξότᾱς , ἱπποτοξότης mounted bowman horse archer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ψυλλοτοξότης — ὁ, Α (ως κωμική λ. στον Λουκιαν.) φανταστικός τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλα / ψύλλος + τοξότης, κατά παρωδία τού ἱπποτοξότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”